- μένω
- έμεινα1. στέκω στην ίδια θέση ή κατάσταση: Έμεινε ακίνητος από το φόβο του.2. κατοικώ, διαμένω, παραμένω: Έμεινε δυο χρόνια στη Γαλλία.3. επιβιώνω, απομένω, διασώζομαι: Δε μένει τίποτε από το μισθό μου.4. βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση: Έμεινε άνεργος για μήνες.5. εξακολουθώ να υπάρχω, διαρκώ, παραμένω: Θα μείνει για πάντα στη μνήμη μας.6. καθυστερώ, υστερώ: Η ανάπτυξη της χώρας έμεινε πίσω.7. φρ., «Έμεινα στα κρύα του λουτρού», δεν πραγματοποιήθηκαν αυτά που θεωρούσα δεδομένα· «Έμεινε στον τόπο», πέθανε ακαριαία· «Έμεινε στο πόδι μου», με αντικατέστησε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.